απήγανος — Πολυετές φυτό με αποξυλωμένη βάση και όψη μικρού θάμνου. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών που περιλαμβάνει είδη κυρίως των θερμών περιοχών, ξυλώδη και με έντονο άρωμα. Αυτοφυής σε ξηρούς πετρώδεις τόπους της μεσογειακής ζώνης, ο α. έχει φύλλα… … Dictionary of Greek
раут — (англ.) собрание (в высшем кругу), днем или вечером без плясок Ср. О, да, ты прав, поэт! Уныние везде... Бесцельно ли гранят каменья мостовой, Сойдутся ль погулять на празднике народном, На чинном рауте ль томятся в зале модном, Решают ли вопрос… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Раут — Раутъ (англ.) собраніе (въ высшемъ кругу) днемъ или вечеромъ безъ плясокъ. Ср. О, да, ты правъ, поэтъ! Уныніе вездѣ... Безцѣльно ли гранятъ каменья мостовой, Сойдутся ль погулять на праздникѣ народномъ, На чинномъ раутѣ ли томятся въ залѣ модномъ … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ρουτίδες — (rutaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, της τάξης των γερανιωδών. Οι ρ. είναι δέντρα, θάμνοι ή φυτά ποώδη, με φύλλα συνήθως απλά, πολυσχιδή ή σύνθετα, που φέρουν διαφανή στίγματα, χωρίς παράφυλλα. Τα άνθη τους είναι γενικά ερμαφρόδιτα και ο… … Dictionary of Greek
ρουτίνη — η, Ν (φαρμ.) ετεροζίτης που υπάρχει στα φύλλα τού απήγανου και άλλων φυτών, όπως τής τομάτας, τής τριανταφυλλιάς κ.ά., και ο οποίος αυξάνει την τονικότητα τών αγγειακών τοιχωμάτων και προλαμβάνει τις αιμορραγικές διαταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά… … Dictionary of Greek
σιδερόχορτο — και σιδεροχόρτι και σιδεροχόρταρο, το, Ν 1. βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού ρούτα 2. (λαογρ.) σπάνιο μυθικό φυτό που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, παρέχει σε όποιον τό κατέχει τη δυνατότητα τής διάνοιξης σιδερένιων κλείθρων, τής διάρρηξης … Dictionary of Greek